μανίζω — θυμώνω, μανιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
μανισάρης — ο (Μ μανισάρης και μανισιάρης) μανιακός, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού αορ. τού ρ. μανίζω + κατάλ. –άρης (πρβλ. λυσσ άρης) … Dictionary of Greek
μανισμός — ο [μανίζω] θυελλώδης ορμή, μανία, παραφορά, σφοδρή οργή … Dictionary of Greek
μανιστικά — επίρρ. με οργή, με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού αορ. τού ρ. μανίζω, μέσω ενός αμάρτυρου *μανιστικός] … Dictionary of Greek
ξεμανίζω — παύω να είμαι θυμωμένος, μού περνά ο θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μανίζω] … Dictionary of Greek
παραμανίζω — (στον Ερωτόκρ.) οργίζομαι πάρα πολύ, θυμώνω υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μανίζω «θυμώνω»] … Dictionary of Greek
ραγίζω — (I) και ραΐζω Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι) 2. (μτβ.) διακόπτω την … Dictionary of Greek
μανιάζω — και μανίζω μάνιασα, μανιασμένος, με πιάνει μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, θυμώνω: Μόλις έμαθε τα ευχάριστα νέα μάνιασε από τη ζήλια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)